- ακαταλαβίστικος
- -η, -οακατανόητος: Αυτά που λες είναι για μένα ακαταλαβίστικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαταλαβίστικος — η, ο εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ο ακατανόητος ή ο δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαταλάβιστος + κατάληξη ικος το ρηματ. επίθ. ακαταλάβιστος < καταλαβαίνω, αναλογικά προς τα ρηματ. επίθ. που προέρχονται από ρέματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
ακαταλάβιστος — η, ο ο ακαταλαβίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλαβαίνω αναλογικά προς τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε ίζω. ΠΑΡ. ακαταλαβίστικος] … Dictionary of Greek
φουτουριστικός — ή, ό, Ν [φουτουριστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φουτουρισμό, που έχει τα χαρακτηριστικά τού φουτουρισμού 2. συνεκδ. εκκεντρικός, αλλόκοτος, ακαταλαβίστικος … Dictionary of Greek